Αναγνώστες

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Fritzsche, Peter, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ, Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, Θεσσαλονίκη 2013 του Πέτρου Θεοδωρίδη /δημοσιευτηκε στο τρεχον τευχος του περιοδικου ΕΝΕΚΕΝ /ΤΕΥΧΟς 29- ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013



 
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Fritzsche, Peter, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ, Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, Θεσσαλονίκη 2013
απο τον ΠΕΤΡΟ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ
Σε τι βαθμό έγιναν ναζί οι Γερμανοί στα χρόνια 1933-1945; Λίγο ασχολήθηκαν οι ιστορικοί με τα αίτια των μαζικών προσχωρήσεων στο ναζισμό, με τα αληθινά βιώματα και τις συνθήκες ζωής, την καθημερινότητα, τις νοοτροπίες της μεγάλης πλειονότητας του γερμανικού λαού στα υποτιθέμενα "καλά χρόνια" του Τρίτου Ράιχ, πριν το ξέσπασμα του πολέμου - και ακόμη λιγότερο με το πώς αυτά τα βιώματα κατέστησαν πολίτες και στρατιώτες ικανούς και πρόθυμους για τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. Στο  βιβλίο Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ ο Peter Fritzsche ,καθηγητής ιστορίας ,στο Πανεπιστήμιο του Ιllinois ,εξετάζει αυτήν ακριβώς την απήχηση των ιδεών του εθνικοσοσιαλισμού και την αποδοχή των εθνικοσοσιαλιστικών προτύπων συμπεριφοράς από την Γερμανική κοινωνία του Μεσοπόλεμου.  Η  επιχειρηματολογία του συγγραφέα βασίζεται σε μια ερμηνεία ότι ο εθνικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε μέσα από μια δυναμική που υπήρχε στη γερμανική πολιτική από το 1914, όταν ο πόλεμος και η επανάσταση κινητοποίησαν τον γερμανικό λαό που ενστερνίστηκε προτάγματα εθνικής αναγέννησης. Αυτά τα προτάγματα αύξησαν τη δύναμη των Σοσιαλδημοκρατών και άλλων αντιμοναρχικών δυνάμεων στα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά επίσης στήριξαν μια υπερεθνικιστική εξέγερση ενάντια στα έθνη που είχαν νικήσει τη Γερμανία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και ενάντια στις παλιές μοναρχικές ελίτ που δεν κέρδισαν τη νίκη. Η λαχτάρα για μια νέα τάξη κάλυπτε τον πολιτικό ορίζοντα της Βαϊμάρης και εντέλει λειτούργησε ευνοϊκά για τους Εθνικοσοσιαλιστές, που συνδύαζαν τον λαϊκισμό, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό με ένα τρόπο δυναμικό και νεανικό. Οι κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στα τέλη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ενίσχυσαν την ιδέα ότι μόνο μια άλλη πορεία θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη Γερμανία. Ως ένα τεράστιο σχέδιο κοινωνικής, πολιτικής και φυλετικής ανανέωσης, ο εθνικοσοσιαλισμός πρόσφερε στον γερμανικό λαό πολλούς τρόπους συμμετοχής και ο συγγραφεας εξεταζει  το πώς οι Γερμανοί αυτής της περιόδου αγωνίζονταν εν μέσω της ναζιστικής επανάστασης παλινδρομώντας σε διάφορους τόνους επιθυμίας, σαγήνης και αποκαρδίωσης. Οι Γερμανοί προσέγγισαν τις πολιτικές των Ναζί από φόβο, καιροσκοπισμό και καριερισμό, όπως και ιδεολογική πίστη ποικίλης έντασης.Ωστόσο, ο εθνικοσοσιαλισμός άσκησε μεγάλη πίεση στους πολίτες να «αλλαξοπιστήσουν», να αναγνωρίσουν την αξιοπιστία της λαϊκής κοινότητας και να θεωρήσουν ο ένας τον άλλο ως «φυλετικό σύντροφο». Για να επιτύχουν αυτή την μεταστροφή, οι Ναζί δημιούργησαν θεσμικά πλαίσια και περιβάλλοντα, από τους οποίους πέρασαν εκατομμύρια Γερμανοί. Όλα αυτά σήμαιναν πως το κάθε άτομο πάλευε μέσα του το ζήτημα, αν και κατά πόσο θα γίνει _ εθνικοσοσιαλιστής, σύντροφος, ρατσιστής γερμανός| αν θα μείνει πιστός στο παλιό ή θα ασπαστεί το καινούργιο.

Στην  συνεχεία αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θα παρουσιάσω ορισμένες μόνο από τις άκρως ενδιαφέρουσες  πτυχές  αυτού του  τεκμηριωμένου αυτού βιβλίου μέσα κυρίως από την ενδελεχή εξέταση ημερολογίων απλών Γερμανών -η και Γερμανοεβραίων-  της εποχής ανόδου του Ναζισμού.
 Για τους Ναζί, μόνη εγγύηση για την διατήρηση της ζωής ήταν η πάλη: η λαϊκή κοινότητα ήταν αναπόδραστα εκτεθειμένη σε κίνδυνο και αυτονόητα βίαιη. Τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής κοσμοθεωρίας –ο έντονος φόβος της ολοκληρωτικής κατάρρευσης της εθνικής ζωής, η αποφασιστικότητα να αποφευχθεί το χάος του 1918 και η ηθική πεποίθηση ότι η διατήρηση της ζωής μπορεί να προϋποθέτει την καταστροφή της– κυκλοφορούσαν ευρύτατα στο Τρίτο Ράιχ
ΟΙ ι Ναζί διείσδυσαν στους πολιτικούς μηχανισμούς και στην ανεπίσημη, ζωντανή κοινωνική και πολιτιστική ζωή μέσω μιας  διαδικασίας «ευθυγράμμισης». Όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσαρμόζονταν στη «νέα κατεύθυνση» όταν έβλεπαν ότι το είχαν κάνει και άλλοι. Ενδεικτικές ήταν οι μαζικές εκστρατείες της “Χειμερινής Αρωγής”: ο έρανος που γινόταν την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα έδινε την ευκαιρία στα μέλη του κόμματος που πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα τα απογεύματα, να κατασκοπεύουν τα νοικοκυριά. Οι Γερμανοί φορούσαν τις ειδικές κονκάρδες για να δείξουν ότι είχαν προσφέρει τα μάρκα τους  Όπως και το “Χάιλ Χίτλερ!”, οι κονκάρδες επιδείκνυαν και επέβαλλαν τη συλλογική συμμετοχή. Ο κόσμος ένιωθε διαρκώς «εθελοντής με το ζόρι», και τόσο η συναίνεση όσο και η συμμόρφωση δομούσαν τις πρακτικές της καθημερινής ζωής στο Τρίτο Ράιχ.
Αυτό που καταναλωνόταν κυρίως δεν ήταν τόσο τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά όσο η υπόσχεση της ευημερίας. Οι Ναζί πουλούσαν ασταμάτητα την εμπειρία των διακοπών, τον ελεύθερο χρόνο : “Απολαύστε τη Ζωή σας” ήταν το σύνθημα  το 1936. Το προγραμμα “Δύναμη μέσω της Χαράς”, πρόσφερε με έκπτωση σε εκατομμύρια Γερμανούς την δυνατότητα να ταξιδέψουν, να δουν τη θάλασσα, ή να επισκεφτούν την πρωτεύουσα του Ράιχ. Το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος μετέτρεπαν τον ναζισμό σε θέαμα και ακρόαμα, ανεβάζοντας την ένταση της εθνικής επιδοκιμασίας. Με πανό, σημαίες, πορείες, παρελάσεις και “Χάιλ Χίτλερ!” οι Ναζί παρήγαν τη δημόσια χορογραφία που επιβεβαίωνε την ομοψυχία της λαϊκής κοινότητας. Όλα αυτά ήταν μια αναγνώριση της επιθυμίας συμμετοχής στη ζωντανή γερμανική ιστορία.  Tο Τρίτο Ράιχ παρουσιαζόταν με τρόπο ώστε να μοιάζει με ταινία για να μπορεί το καθεστώς «να μπερδεύει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας»  «ταινία γυρισμένη» στα μέτρα των Ναζί, που ήθελαν τον γερμανικό λαό να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα ως κοσμοϊστορικά, ακούγοντας ραδιοφωνικές μεταδόσεις, ξαναβλέποντας τις παρελάσεις στον κινηματογράφο και τραβώντας φωτογραφίες που αποτύπωναν τη δική του συμμετοχή στην δημιουργία της λαϊκής κοινότητας. Η ναζιστική προπαγάνδα δεν στόχευε να πλασάρει την φαντασία ως πραγματικότητα, αλλά να κάνει τους Γερμανούς να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα ως ιστορία προς φωτογράφιση. Η οπτική ευχαρίστηση δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα πλούσιων θεαμάτων που στήνονταν από έξυπνους προπαγανδιστές στο Βερολίνο. Ήταν επίσης το αποτέλεσμα της ατομικής συμμετοχής στην γερμανική ιστορία «τη στιγμή που αυτή γραφόταν».
 Οι Ναζί γρήγορα κατάλαβαν ότι η αξία του ραδιοφώνου δεν βρισκόταν στην μετάδοση πολιτικών γεγονότων. Τα ραδιοφωνικά θεατρικά έργα που ψυχαγωγούσαν τη λαϊκή κοινότητα αναμετέδιδαν χαρούμενες όψεις της γερμανικής ζωής, δημιουργώντας ένα κλίμα «unter uns», το «μεταξύ μας». Το Σεπτέμβριο του 1939, μετά την εισβολή στην Πολωνία, το unter uns έγινε –κατ' επιταγή του νόμου– χώρος των Άριων, όταν ένα διάταγμα απαγόρευσε στους Εβραίους να έχουν ή να ακούν ραδιόφωνο.
Για να ανήκουν στην λαϊκή κοινότητα, οι Γερμανοί χρειαζόταν να υποβάλουν φυλετικά διαπιστευτήρια. Όποιος ήθελε να οργανωθεί σε μια ναζιστική νεολαιίστικη ομάδα, να υπηρετήσει στη Βέρμαχτ, να παντρευτεί ή να κάνει ένα ταξίδι διακοπών έπρεπε να διαθέτει άρια ταυτότητα. Το Ahnenpass έδωσε τη δυνατότητα στο ναζιστικό καθεστώς να θέσει σε ισχύ τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης (Σεπτ. 1935), σύμφωνα με τους οποίους οι άνθρωποι στο Τρίτο Ράιχ ανήκαν επισήμως σε μία από τις εξής τέσσερεις ομάδες: τους Γερμανούς, με τέσσερεις Άριους παπούδες, τους Εβραίους, με τρεις ή περισσότερους Εβραίους παπούδες, τους ημι-εβραίους «πρώτου βαθμού», με δύο εβραίους παπούδες και τους ημι-εβραίους «δευτέρου βαθμού», με έναν εβραίο παπού. Τα φυλετικά διαβατήρια έπρεπε να τα ετοιμάσουν οι ίδιοι οι Γερμανοί πολίτες. Η απόκτηση φυλετικού status ήταν ένα προσωπικό καθήκον που απαιτούσε σημαντική προσπάθεια: οι Γερμανοί έπρεπε να έρθουν σε επαφή με ληξιαρχεία και πρεσβυτέρια της εκκλησίας που κατέγραφαν γεννήσεις και γάμους. Για τους Γερμανοεβραίους, η διαδικασία με τα αρχεία ήταν η αντίστροφη. Κρατικοί νόμοι επέβαλαν στους Εβραίους και στους λεγόμενους «φυλετικούς Εβραίους, να δηλωθούν στις τοπικές αρχές ως Εβραίοι και να φέρουν έγραφα που να αποδεικνύουν την εβραϊκή ταυτότητά τους. Τo Ahnenpass ήταν μόνο η αρχή μιας ευρύτερης προσπάθειας να αποδεχτούν οι Γερμανοί τις φυλετικές τους ευθύνες ως άριοι. Οι Γερμανοί έπρεπε να καλλιεργήσουν το γενετικό τους κληροδότημα επιλέγοντας υγιείς συντρόφους για γάμους από έρωτα με σκοπό την απόκτηση γενετικά κατάλληλων παιδιών. Στη νέα εθνικοσοσιαλιστική τάξη, «η βιολογία έγινε πεπρωμένο» Το κράτος ανέλαβε την ευθύνη να «ξεχορταριάζει» τον πληθυσμό: το υπουργείο ετοίμασε νόμους που υποχρέωναν όλους τους μελλόνυμφους να βγάζουν πιστοποιητικά γενετικής υγείας από τους κατά τόπους αρμόδιους δημόσιας υγείας. Οι ληξίαρχοι είχαν δικαίωμα να απαιτούν από τα ζευγάρια, ανάλογα με την περίσταση, να προσκομίσουν τα πιστοποιητικά τα οποία, σε περίπτωση αρνητικής αναφοράς, μπορούσαν να οδηγήσουν, κάτι που συνέβαινε συχνά, σε στείρωση. Πάνω από δέκα εκατομμύρια Γερμανοί απέκτησαν πιστοποιητικό γενετικής υγείας, το οποίο ήταν απαραίτητο ώστε να δικαιούνται κάποια προνόμια όπως το δάνειο γάμου Η έννοια της φυσιολογικότητας είχε αποκτήσει φυλετικό περιεχόμενο, και το δικαίωμα στη ζωή και την ευημερία περιοριζόταν στους υγιείς άριους, ενώ οι πρόσφατα ταυτοποιημένοι ως εθνοτικά ξένοι, όπως οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι, που πριν το 1933 ήταν κανονικοί γερμανοί πολίτες, και οι πρόσφατα ταυτοποιημένοι ως βιολογικά ξένοι, όπως οι γενετικά ακατάλληλοι και οι λεγόμενοι «κοινωνικά παρείσακτοι» εξοβελίστηκαν από τη λαϊκή κοινότητα και απειλήθηκαν με απομόνωση, φυλάκιση και θάνατο. Έτσι οι «κανονικοί» Γερμανοί κατέληξαν να βλέπουν τον κόσμο με όρους φυλετικούς. Ως γονείς, εκπαιδευτές, εθελοντές, και στρατιώτες, εκατομμύρια Γερμανοί έπαιζαν νέους ρόλους, καλλιεργώντας άριες ταυτότητες και εξοβελίζοντας τις ανάξιες ζωές. Τον ίδιο καιρό, χιλιάδες άλλοι Γερμανοί με διαφορετικές καταγωγές, βρέθηκαν ξαφνικά να θεωρούνται φυλετικά Εβραίοι, γενετικά κατώτεροι ή κοινωνικά παρείσακτοι και επομένως ακατάλληλοι να επιτελέσουν κάποιο ρόλο στη νεοπαγή γερμανική πολιτεία. Το εγχείρημα να γίνουν άριοι οι Γερμανοί βασιζόταν στην τρομοκρατία: οι Ναζί εξάλειφαν τις «ανάξιες ζωές» από τον περίβολο της λαϊκής κοινότητας: χιλιάδες «ειδήμονες» βάλθηκαν να δημιουργήσουν τις νέες βιοϊατρικές δομές του Τρίτου Ράιχ .Οι Γερμανοί δεν έγιναν τέλειοι άριοι περισσότερο από ό,τι έγιναν φτασμένοι ναζί, όμως εκατομμύρια άνθρωποι πάσχισαν να εναρμονιστούν με το φυλετικό μέλλον της ναζιστικής Γερμανίας.
 Για τους Ναζί, η βιολογία παρείχε μια τελείως καινούργια αντίληψη περί ανθρώπινης ύπαρξης. Σύμφωνα με την άποψή τους, η βιολογική υπόσταση της Γερμανίας τελούσε υπό θανάσιμη απειλή, λόγω απουσίας μέτρων έκτακτης ανάγκης. Ταυτόχρονα, οι Ναζί πίστευαν ότι η αποκατάσταση, η ριζική επέμβαση και η βιολογική κάθαρση θα διασφάλιζαν την επιβίωση της Γερμανίας σε μελλοντικούς πολέμους. Με άλλα λόγια, η βιολογία φαινόταν να παρέχει στη Γερμανία την απαραίτητη τεχνολογία για την αναζωογόνηση του έθνους. Ευθύνη της κυβέρνησης ήταν να καλλιεργήσει την φυλετική αλληλεγγύη ξεπερνώντας τις κοινωνικές αντιθέσεις, απαγορεύοντας τη φυλετική ανάμιξη και καταπολεμώντας τις εκφυλιστικές βιολογικές τάσεις. Ο εθνικοσοσιαλιστικός ρατσισμός ήταν και απαισιόδοξος και αισιόδοξος. «Κατάρτισε» μια μεγάλη λίστα εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων που απειλούσαν το έθνος, και συγχρόνως βασίστηκε στην τυφλή εμπιστοσύνη στην ικανότητα του φυλετισμού να μεταμορφώσει την κοινωνική ζωή
Τρία πρωταρχικά καθήκοντα είχαν μπροστά τους οι φυλετιστές μαχητές της Γερμανίας. Πρώτον, ήταν απαραίτητο να αυξηθεί ο ρυθμός γεννήσεων, ως δείκτης συλλογικού δυναμισμού. Το δεύτερο μέλημα, λοιπόν, ήταν το «ξεχορτάριασμα», η αφαίρεση του «μη υγιούς» τμήματος του πληθυσμού, πρωτίστως μέσω της στείρωσης. Τέλος, το τρίτο μέλημα ήταν να εξαλειφθεί το ξένο στοιχείο από τη φυλετική δεξαμενή του γερμανικού λαού. Για τους Ναζί, ο στόχος της φυλετικής καθαρότητας σήμαινε τον αποκλεισμό των Εβραίων, τους οποίους φαντάζονταν ως ένα φυλετικά ξένο λαό που υποδαύλιζε την επανάσταση και την κοινωνική πάλη και δίχαζε τον γερμανικό λαό. Για να επιτύχει αυτή η πολιτική, ήταν σημαντικό οι ίδιοι οι Γερμανοί πολίτες να μην υποκύπτουν σε άστοχα αισθήματα συμπάθειας για συμπολίτες και τυχόν φίλους και γνωστούς τους, που στην πραγματικότητα ήταν επικίνδυνοι φυλετικοί εχθροί. Οι πολίτες έπρεπε να γίνουν συνεργοί. Η φυλετιστική βιολογία  όμως απαιτήσεις και από τους απλούς πολίτες, που έπρεπε να σκεφτούν την έννοια του «λαού» ως φυλετικού υποκειμένου, να επιλέξουν κατάλληλους/ες συζύγους και να ενστερνιστούν την ιδέα ότι «η συμπόνια έχει τα όριά της».
Μέσα από μια γιγάντια προσπάθεια επανεκπαίδευσης, κλήθηκαν οι Γερμανοί να εξετάσουν το θέμα της φυλής και να εκτιμήσουν τις φυλετικές αξίες. Για το σκοπό αυτό, ένα αχανές δίκτυο κοινοτικών στρατοπέδων κάλυψε τη Γερμανία απ' άκρη σ' άκρη: σε κάποια φάση της ζωής τους, οι περισσότεροι Γερμανοί πέρασαν από αυτά. Αυτά τα στρατόπεδα εκπαίδευσης, παράλληλα με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα στρατόπεδα εξόντωσης, ήταν τα θεμέλια στα οποία βασίστηκε το ναζιστικό φυλετικό πρόταγμα.
Ένα νέο εικαστικό καθεστώς επανειλημμένα πλάσαρε το γερμανικό σώμα, συνήθως με απεικονίσεις αθλητών, μεγάλων οικογενειών και στρατιωτών να παρελαύνουν _ μερικές φορές σε αντιπαραβολή με κοντινά πλάνα δύσμορφων, έκφυλων ατόμων και άμορφων σωρών ανθρώπων. Σε μια δημοφιλή έκθεση που οργάνωσε το Ναζιστικό κόμμα το 1933, την “Κάμερα”, φωτογραφίες έφεραν λεζάντες όπως “Πώς θα θέλατε τη Γερμανία;”, “Όχι σαν κι αυτό πια!”, και “Μόνο έτσι!”. Εικονογραφημένα άρθρα εφημερίδων και περιοδικών, και των προπαγανδιστικών εντύπων του κόμματος, χρησιμοποιούσαν επίμονα την τεχνική της αντιπαραβολής του καλού και του κακού, του νέου και του παλιού, του «γενετικά άρρωστου» και του «γενετικά υγιούς,» ενθαρρύνοντας τους αναγνώστες να κάνουν συγκρίσεις κοιτάζοντας εναλλάξ τις αντιπαρατιθέμενες εικόνες.
Οι Ναζί προπαγανδιστές πίστευαν ότι τέτοιες εικόνες ήταν πολύ πιο πειστικές από τα γραπτά κείμενα. Ακολούθησαν πολλές φιλόδοξες εκθέσεις τις οποίες επισκέφθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι. Η πιο διάσημη ήταν η έκθεση “Εκφυλισμένη Τέχνη”, που σε διάστημα τεσσάρων χρόνων ξεκινώντας από το καλοκαίρι του 1937 φιλοξενήθηκε σε δεκατρείς πόλεις και προσέλκυσε πάνω από τρία εκατομμύρια επισκέπτες που πήγαν να δουν ειδικά επιλεγμένα παραδείγματα αφύσικων, ασύμμετρων και σοκαριστικών μορφών μοντέρνας τέχνης. Πάνω από 400.000 άτομα επισκέφθηκαν την έκθεση “Ο Αιώνιος Εβραίος” στο Deutsches Museum του Μονάχου, από τον Δεκέμβριο του 1937 μέχρι τον Ιανουάριο του 1938.
Εν τέλει το βιβλίο αυτό, αναδεικνύει  το πολύπλοκο ψηφιδωτό των ανθρωπίνων σχέσεων, των ανατροπών στον καθημερινό μικρόκοσμο και των βιωμάτων, τόσο κατά την  περίοδο   της ανόδου του Ναζισμού  όσο και κατά την περίοδο του πολέμου και  αποτελεί μια παρά πολύ χρήσιμη  βιβλιογραφική πηγή για την μελέτη  του Ναζιστικού φαινόμενου, που υπήρξε πολύ  πιο πολυδιάστατο από  ότι συνήθως πιστεύεται.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

φαίνεται ενδιαφέρον .
Δημήτρης

ΠΗΓΑΔΑΚΙΑ

ΠΗΓΑΔΑΚΙΑ  Οι νέοι ίσως δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι αυτά που λέμε τώρα Άυλα στο facebook στη δεκαετία του 70 τα λέγαμε εν σώματι στα πηγ...